- φυτευτῇ
- φυτευτήςpastinatormasc dat sg (attic epic ionic)φυτευτόςplantedfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυτευτή — φυτευτός planted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευτός — ή, ό / φυτευτός, ή, όν, ΝΑ [φυτεύω] αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή νεοελλ. αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν με φυτευτό τρόπο, με φύτευση … Dictionary of Greek
φυτευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που φυτεύει: Έχουν μόνο φυτευτή κι έχουν περιβολάρη (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτεψη ή το φυτευτή (βλ. λλ.), ο κατάλληλος για φύτεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)